πιεστικός

πιεστικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση
2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός
3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα»)
4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες»)
5. φρ. «πιεστικός κοχλίας» — λαβίδα που το ένα σκέλος της κινείται με κοχλιοειδή μοχλό και ασκεί πίεση πάνω στο άλλο σκέλος και χρησιμοποιείται ως χειρουργικό εργαλείο, ως λαβίδα σε χημικά εργαστήρια ή για συμπίεση ελαστικών σωμάτων σε ένα σημείο.
επίρρ...
πιεστικώς και πιεστικά
με τρόπο πιεστικό, καταθλιπτικό, εξαναγκαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιεστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πίεση, επίμονος, ενοχλητικός: Μερικοί πωλητές είναι πιεστικοί στους πελάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • πίεστρο — το / πίεστρον, ΝΑ το πιεστήριο νεοελλ. 1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά. 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση… …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • πιέσιμος — ον, Α [πίεσις] πιεστικός …   Dictionary of Greek

  • πιεστικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού πιεστικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιεστικός. Η λ., στον λόγιο τ. πιεστικότης, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • προσεδρευτικός — ή, όν, Α [προσεδρεύω] 1. επιμελής 2. επίμονος, πιεστικός 3. φορτικός, ενοχλητικός …   Dictionary of Greek

  • προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • αιματηρός, -ή — ό 1. γεμάτος αίμα: Σήμερα ο άρρωστος είχε αιματηρά φλέγματα. 2. αυτός που κάνει να τρέξει αίμα: Η σύγκρουση ήταν αιματηρή. 3. ο υπερβολικά πιεστικός: Τον τελευταίο καιρό κάνουμε αιματηρές οικονομίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”